Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θρασύχειρ
θρασυχειρία
Θράσων
Θρᾷττα
θράττης
θραῦμα
θραύπαλος
θραυπίς
θραυσάντυξ
θραῦσις
θραῦσμα
θραυσμός
θραυστήριος
θραύστης
θραυστός
θραύω
θρεκτικός
θρέμμα
θρεμματικός
θρεμμάτιον
θρεμματοτροφέω
View word page
θραῦσμα
that which is broken, a fragment, wreck, piece
ShortDef
that which is broken, a fragment, wreck, piece
Debugging
Headword:
θραῦσμα
Headword (normalized):
θραῦσμα
Headword (normalized/stripped):
θραυσμα
IDX:
41520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41521
Key:
Data
{'content': 'that which is broken, a fragment, wreck, piece'}