Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θρασύτολμος
θρασύφρων
θρασυχάρμης
θρασύχειρ
θρασυχειρία
Θράσων
Θρᾷττα
θράττης
θραῦμα
θραύπαλος
θραυπίς
θραυσάντυξ
θραῦσις
θραῦσμα
θραυσμός
θραυστήριος
θραύστης
θραυστός
θραύω
θρεκτικός
θρέμμα
View word page
θραυπίς
a small bird
ShortDef
a small bird
Debugging
Headword:
θραυπίς
Headword (normalized):
θραυπίς
Headword (normalized/stripped):
θραυπις
IDX:
41517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41518
Key:
Data
{'content': 'a small bird'}