Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θρασύνω
θρασυξενία
θρασύπονος
θρασυπτόλεμος
θρασύς
θρασύσπλαγχνος
θρασυστομέω
θρασυστομία
θρασύστομος
θρασύτης
θρασύτολμος
θρασύφρων
θρασυχάρμης
θρασύχειρ
θρασυχειρία
Θράσων
Θρᾷττα
θράττης
θραῦμα
θραύπαλος
θραυπίς
View word page
θρασύτολμος
bold
ShortDef
bold
Debugging
Headword:
θρασύτολμος
Headword (normalized):
θρασύτολμος
Headword (normalized/stripped):
θρασυτολμος
IDX:
41507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41508
Key:
Data
{'content': 'bold'}