Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θρασυμήχανος
θρασύμυθος
θρασύνω
θρασυξενία
θρασύπονος
θρασυπτόλεμος
θρασύς
θρασύσπλαγχνος
θρασυστομέω
θρασυστομία
θρασύστομος
θρασύτης
θρασύτολμος
θρασύφρων
θρασυχάρμης
θρασύχειρ
θρασυχειρία
Θράσων
Θρᾷττα
θράττης
θραῦμα
View word page
θρασύστομος
bold of tongue, insolent

ShortDef

bold of tongue, insolent

Debugging

Headword:
θρασύστομος
Headword (normalized):
θρασύστομος
Headword (normalized/stripped):
θρασυστομος
IDX:
41505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41506
Key:

Data

{'content': 'bold of tongue, insolent'}