Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θρασυλόγος
θρασυμάχανος
θρασύμαχος
Θρασύμαχος
θρασυμέμνων
θρασυμήδης
Θρασυμήδης
Θρασύμηλος
θρασυμήχανος
θρασύμυθος
θρασύνω
θρασυξενία
θρασύπονος
θρασυπτόλεμος
θρασύς
θρασύσπλαγχνος
θρασυστομέω
θρασυστομία
θρασύστομος
θρασύτης
θρασύτολμος
View word page
θρασύνω
to make bold, embolden, encourage

ShortDef

to make bold, embolden, encourage

Debugging

Headword:
θρασύνω
Headword (normalized):
θρασύνω
Headword (normalized/stripped):
θρασυνω
IDX:
41497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41498
Key:

Data

{'content': 'to make bold, embolden, encourage'}