Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Θράσυλλος
θρασυλογέω
θρασυλόγος
θρασυμάχανος
θρασύμαχος
Θρασύμαχος
θρασυμέμνων
θρασυμήδης
Θρασυμήδης
Θρασύμηλος
θρασυμήχανος
θρασύμυθος
θρασύνω
θρασυξενία
θρασύπονος
θρασυπτόλεμος
θρασύς
θρασύσπλαγχνος
θρασυστομέω
θρασυστομία
θρασύστομος
View word page
θρασυμήχανος
bold in contriving, daring in design
ShortDef
bold in contriving, daring in design
Debugging
Headword:
θρασυμήχανος
Headword (normalized):
θρασυμήχανος
Headword (normalized/stripped):
θρασυμηχανος
IDX:
41495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41496
Key:
Data
{'content': 'bold in contriving, daring in design'}