Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλυκτοπέδαι
ἀλυκτός
ἁλυκώδης
ἀλύμαντος
ἄλυξις
ἀλυπέω
ἀλύπητος
ἀλυπία
ἄλυπον
ἄλυπος
ἄλυρος
Ἅλυς
ἄλυς
ἁλυσηδόν
ἁλυσίδετος
ἁλυσιδωτός
ἅλυσις
ἄλυσις
ἀλυσιτέλεια
ἀλυσιτελής
ἀλυσκάζω
View word page
ἄλυρος
without the lyre
ShortDef
without the lyre
Debugging
Headword:
ἄλυρος
Headword (normalized):
ἄλυρος
Headword (normalized/stripped):
αλυρος
IDX:
4147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4148
Key:
Data
{'content': 'without the lyre'}