Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θρανίτης
θρανιτικός
θρᾶνος
θρανύσσω
Θρᾷξ
θράομαι
Θρασίος
Θρασκίας
θράσος
Θρᾷσσα
θράσσω
θρασύβουλος
Θρασύβουλος
θρασυγλωσσής
θρασυγλωττία
θρασύγυιος
Θρασυδαῖος
θρασύδειλος
θρασυεργός
θρασύθυμος
θρασυκάρδιος
View word page
θράσσω
to trouble, disquiet

ShortDef

to trouble, disquiet

Debugging

Headword:
θράσσω
Headword (normalized):
θράσσω
Headword (normalized/stripped):
θρασσω
IDX:
41474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41475
Key:

Data

{'content': 'to trouble, disquiet'}