Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Θρᾳκιστί
Θρᾳκοφοίτης
θρανεύομαι
θρανίον
θρανίς
θρανίτης
θρανιτικός
θρᾶνος
θρανύσσω
Θρᾷξ
θράομαι
Θρασίος
Θρασκίας
θράσος
Θρᾷσσα
θράσσω
θρασύβουλος
Θρασύβουλος
θρασυγλωσσής
θρασυγλωττία
θρασύγυιος
View word page
θράομαι
to be seated

ShortDef

to be seated

Debugging

Headword:
θράομαι
Headword (normalized):
θράομαι
Headword (normalized/stripped):
θραομαι
IDX:
41469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41470
Key:

Data

{'content': 'to be seated'}