Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλυκτάζω
ἀλυκτοπέδαι
ἀλυκτός
ἁλυκώδης
ἀλύμαντος
ἄλυξις
ἀλυπέω
ἀλύπητος
ἀλυπία
ἄλυπον
ἄλυπος
ἄλυρος
Ἅλυς
ἄλυς
ἁλυσηδόν
ἁλυσίδετος
ἁλυσιδωτός
ἅλυσις
ἄλυσις
ἀλυσιτέλεια
ἀλυσιτελής
View word page
ἄλυπος
without pain

ShortDef

without pain

Debugging

Headword:
ἄλυπος
Headword (normalized):
ἄλυπος
Headword (normalized/stripped):
αλυπος
IDX:
4146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4147
Key:

Data

{'content': 'without pain'}