Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Θρᾳκίζω
Θρᾴκιος
Θρᾳκιστί
Θρᾳκοφοίτης
θρανεύομαι
θρανίον
θρανίς
θρανίτης
θρανιτικός
θρᾶνος
θρανύσσω
Θρᾷξ
θράομαι
Θρασίος
Θρασκίας
θράσος
Θρᾷσσα
θράσσω
θρασύβουλος
Θρασύβουλος
θρασυγλωσσής
View word page
θρανύσσω
break in pieces

ShortDef

break in pieces

Debugging

Headword:
θρανύσσω
Headword (normalized):
θρανύσσω
Headword (normalized/stripped):
θρανυσσω
IDX:
41467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41468
Key:

Data

{'content': 'break in pieces'}