Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θραγμός
Θρᾴκη
Θρᾳκίζω
Θρᾴκιος
Θρᾳκιστί
Θρᾳκοφοίτης
θρανεύομαι
θρανίον
θρανίς
θρανίτης
θρανιτικός
θρᾶνος
θρανύσσω
Θρᾷξ
θράομαι
Θρασίος
Θρασκίας
θράσος
Θρᾷσσα
θράσσω
θρασύβουλος
View word page
θρανιτικός
of a θρανίτης
ShortDef
of a θρανίτης
Debugging
Headword:
θρανιτικός
Headword (normalized):
θρανιτικός
Headword (normalized/stripped):
θρανιτικος
IDX:
41465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41466
Key:
Data
{'content': 'of a θρανίτης'}