Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θορυβοποιέω
θορυβοποιός
θόρυβος
θορυβώδης
Θουκυδίδης
θουραῖος
θουράω
θούρης
Θουρία
Θουριόμαντις
Θούριος
θοῦρις
θοῦρος
Θόων
Θόωσα
θόωσα
Θοώτης
θραγμός
Θρᾴκη
Θρᾳκίζω
Θρᾴκιος
View word page
Θούριος
(adj.) of Thurii, (n.pl.) the city of Thurii

ShortDef

(adj.) of Thurii, (n.pl.) the city of Thurii

Debugging

Headword:
Θούριος
Headword (normalized):
θούριος
Headword (normalized/stripped):
θουριος
IDX:
41448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41449
Key:

Data

{'content': '(adj.) of Thurii, (n.pl.) the city of Thurii'}