Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θορόεις
θορός
θορυβάζομαι
θορυβέω
θορυβητικός
θορυβοποιέω
θορυβοποιός
θόρυβος
θορυβώδης
Θουκυδίδης
θουραῖος
θουράω
θούρης
Θουρία
Θουριόμαντις
Θούριος
θοῦρις
θοῦρος
Θόων
Θόωσα
θόωσα
View word page
θουραῖος
violent, lustful
ShortDef
violent, lustful
Debugging
Headword:
θουραῖος
Headword (normalized):
θουραῖος
Headword (normalized/stripped):
θουραιος
IDX:
41443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41444
Key:
Data
{'content': 'violent, lustful'}