Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θόρισμα
Θόρναξ
θόρνυμαι
θορόεις
θορός
θορυβάζομαι
θορυβέω
θορυβητικός
θορυβοποιέω
θορυβοποιός
θόρυβος
θορυβώδης
Θουκυδίδης
θουραῖος
θουράω
θούρης
Θουρία
Θουριόμαντις
Θούριος
θοῦρις
θοῦρος
View word page
θόρυβος
a noise, uproar, clamour

ShortDef

a noise, uproar, clamour

Debugging

Headword:
θόρυβος
Headword (normalized):
θόρυβος
Headword (normalized/stripped):
θορυβος
IDX:
41440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41441
Key:

Data

{'content': 'a noise, uproar, clamour'}