Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁλυκόσμυρνα
ἁλυκότης
ἀλυκρός
ἀλυκτάζω
ἀλυκτοπέδαι
ἀλυκτός
ἁλυκώδης
ἀλύμαντος
ἄλυξις
ἀλυπέω
ἀλύπητος
ἀλυπία
ἄλυπον
ἄλυπος
ἄλυρος
Ἅλυς
ἄλυς
ἁλυσηδόν
ἁλυσίδετος
ἁλυσιδωτός
ἅλυσις
View word page
ἀλύπητος
not pained
ShortDef
not pained
Debugging
Headword:
ἀλύπητος
Headword (normalized):
ἀλύπητος
Headword (normalized/stripped):
αλυπητος
IDX:
4143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4144
Key:
Data
{'content': 'not pained'}