Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Θορικός
θορίσκομαι
θόρισμα
Θόρναξ
θόρνυμαι
θορόεις
θορός
θορυβάζομαι
θορυβέω
θορυβητικός
θορυβοποιέω
θορυβοποιός
θόρυβος
θορυβώδης
Θουκυδίδης
θουραῖος
θουράω
θούρης
Θουρία
Θουριόμαντις
Θούριος
View word page
θορυβοποιέω
make an uproar

ShortDef

make an uproar

Debugging

Headword:
θορυβοποιέω
Headword (normalized):
θορυβοποιέω
Headword (normalized/stripped):
θορυβοποιεω
IDX:
41438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41439
Key:

Data

{'content': 'make an uproar'}