Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θορικός
Θορικός
θορίσκομαι
θόρισμα
Θόρναξ
θόρνυμαι
θορόεις
θορός
θορυβάζομαι
θορυβέω
θορυβητικός
θορυβοποιέω
θορυβοποιός
θόρυβος
θορυβώδης
Θουκυδίδης
θουραῖος
θουράω
θούρης
Θουρία
Θουριόμαντις
View word page
θορυβητικός
uproarious, turbulent

ShortDef

uproarious, turbulent

Debugging

Headword:
θορυβητικός
Headword (normalized):
θορυβητικός
Headword (normalized/stripped):
θορυβητικος
IDX:
41437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41438
Key:

Data

{'content': 'uproarious, turbulent'}