Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Θορίκιος
Θορικόνδε
θορικός
Θορικός
θορίσκομαι
θόρισμα
Θόρναξ
θόρνυμαι
θορόεις
θορός
θορυβάζομαι
θορυβέω
θορυβητικός
θορυβοποιέω
θορυβοποιός
θόρυβος
θορυβώδης
Θουκυδίδης
θουραῖος
θουράω
θούρης
View word page
θορυβάζομαι
to be troubled

ShortDef

to be troubled

Debugging

Headword:
θορυβάζομαι
Headword (normalized):
θορυβάζομαι
Headword (normalized/stripped):
θορυβαζομαι
IDX:
41435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41436
Key:

Data

{'content': 'to be troubled'}