Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θορή
Θορίκιος
Θορικόνδε
θορικός
Θορικός
θορίσκομαι
θόρισμα
Θόρναξ
θόρνυμαι
θορόεις
θορός
θορυβάζομαι
θορυβέω
θορυβητικός
θορυβοποιέω
θορυβοποιός
θόρυβος
θορυβώδης
Θουκυδίδης
θουραῖος
θουράω
View word page
θορός
sperm
ShortDef
sperm
Debugging
Headword:
θορός
Headword (normalized):
θορός
Headword (normalized/stripped):
θορος
IDX:
41434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41435
Key:
Data
{'content': 'sperm'}