Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θοόω
θοραῖος
θορή
Θορίκιος
Θορικόνδε
θορικός
Θορικός
θορίσκομαι
θόρισμα
Θόρναξ
θόρνυμαι
θορόεις
θορός
θορυβάζομαι
θορυβέω
θορυβητικός
θορυβοποιέω
θορυβοποιός
θόρυβος
θορυβώδης
Θουκυδίδης
View word page
θόρνυμαι
jump

ShortDef

jump

Debugging

Headword:
θόρνυμαι
Headword (normalized):
θόρνυμαι
Headword (normalized/stripped):
θορνυμαι
IDX:
41432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41433
Key:

Data

{'content': 'jump'}