Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θοός
θοός2
θοόω
θοραῖος
θορή
Θορίκιος
Θορικόνδε
θορικός
Θορικός
θορίσκομαι
θόρισμα
Θόρναξ
θόρνυμαι
θορόεις
θορός
θορυβάζομαι
θορυβέω
θορυβητικός
θορυβοποιέω
θορυβοποιός
θόρυβος
View word page
θόρισμα
bait
ShortDef
bait
Debugging
Headword:
θόρισμα
Headword (normalized):
θόρισμα
Headword (normalized/stripped):
θορισμα
IDX:
41430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41431
Key:
Data
{'content': 'bait'}