Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θολωτός
θοός
θοός2
θοόω
θοραῖος
θορή
Θορίκιος
Θορικόνδε
θορικός
Θορικός
θορίσκομαι
θόρισμα
Θόρναξ
θόρνυμαι
θορόεις
θορός
θορυβάζομαι
θορυβέω
θορυβητικός
θορυβοποιέω
θορυβοποιός
View word page
θορίσκομαι
receive semen

ShortDef

receive semen

Debugging

Headword:
θορίσκομαι
Headword (normalized):
θορίσκομαι
Headword (normalized/stripped):
θορισκομαι
IDX:
41429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41430
Key:

Data

{'content': 'receive semen'}