Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θόλωσις
θολωτός
θοός
θοός2
θοόω
θοραῖος
θορή
Θορίκιος
Θορικόνδε
θορικός
Θορικός
θορίσκομαι
θόρισμα
Θόρναξ
θόρνυμαι
θορόεις
θορός
θορυβάζομαι
θορυβέω
θορυβητικός
θορυβοποιέω
View word page
Θορικός
Thoricus
ShortDef
of or for the semen
Thoricus
Debugging
Headword:
Θορικός
Headword (normalized):
θορικός
Headword (normalized/stripped):
θορικος
IDX:
41428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41429
Key:
Data
{'content': 'Thoricus'}