Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θόλος
θολός
θολόω
θολώδης
θόλωσις
θολωτός
θοός
θοός2
θοόω
θοραῖος
θορή
Θορίκιος
Θορικόνδε
θορικός
Θορικός
θορίσκομαι
θόρισμα
Θόρναξ
θόρνυμαι
θορόεις
θορός
View word page
θορή
sperm

ShortDef

sperm

Debugging

Headword:
θορή
Headword (normalized):
θορή
Headword (normalized/stripped):
θορη
IDX:
41424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41425
Key:

Data

{'content': 'sperm'}