Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θολοειδής
θολομιγής
θόλος
θολός
θολόω
θολώδης
θόλωσις
θολωτός
θοός
θοός2
θοόω
θοραῖος
θορή
Θορίκιος
Θορικόνδε
θορικός
Θορικός
θορίσκομαι
θόρισμα
Θόρναξ
θόρνυμαι
View word page
θοόω
to make sharp
ShortDef
to make sharp
Debugging
Headword:
θοόω
Headword (normalized):
θοόω
Headword (normalized/stripped):
θοοω
IDX:
41422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41423
Key:
Data
{'content': 'to make sharp'}