Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θολικός
θολοειδής
θολομιγής
θόλος
θολός
θολόω
θολώδης
θόλωσις
θολωτός
θοός
θοός2
θοόω
θοραῖος
θορή
Θορίκιος
Θορικόνδε
θορικός
Θορικός
θορίσκομαι
θόρισμα
Θόρναξ
View word page
θοός2
pointed, sharp
ShortDef
quick, nimble
pointed, sharp
Debugging
Headword:
θοός2
Headword (normalized):
θοός
Headword (normalized/stripped):
θοος2
IDX:
41421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41422
Key:
Data
{'content': 'pointed, sharp'}