Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θολερός
θολερότης
θολία
θολικός
θολοειδής
θολομιγής
θόλος
θολός
θολόω
θολώδης
θόλωσις
θολωτός
θοός
θοός2
θοόω
θοραῖος
θορή
Θορίκιος
Θορικόνδε
θορικός
Θορικός
View word page
θόλωσις
making turbid, troubling

ShortDef

making turbid, troubling

Debugging

Headword:
θόλωσις
Headword (normalized):
θόλωσις
Headword (normalized/stripped):
θολωσις
IDX:
41418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41419
Key:

Data

{'content': 'making turbid, troubling'}