Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θοινοδοτέω
θολερός
θολερότης
θολία
θολικός
θολοειδής
θολομιγής
θόλος
θολός
θολόω
θολώδης
θόλωσις
θολωτός
θοός
θοός2
θοόω
θοραῖος
θορή
Θορίκιος
Θορικόνδε
θορικός
View word page
θολώδης
muddy, turbid
ShortDef
muddy, turbid
Debugging
Headword:
θολώδης
Headword (normalized):
θολώδης
Headword (normalized/stripped):
θολωδης
IDX:
41417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41418
Key:
Data
{'content': 'muddy, turbid'}