Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θοίνη
θοινοδοτέω
θολερός
θολερότης
θολία
θολικός
θολοειδής
θολομιγής
θόλος
θολός
θολόω
θολώδης
θόλωσις
θολωτός
θοός
θοός2
θοόω
θοραῖος
θορή
Θορίκιος
Θορικόνδε
View word page
θολόω
to make turbid
ShortDef
to make turbid
Debugging
Headword:
θολόω
Headword (normalized):
θολόω
Headword (normalized/stripped):
θολοω
IDX:
41416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41417
Key:
Data
{'content': 'to make turbid'}