Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θοινάω
θοίνη
θοινοδοτέω
θολερός
θολερότης
θολία
θολικός
θολοειδής
θολομιγής
θόλος
θολός
θολόω
θολώδης
θόλωσις
θολωτός
θοός
θοός2
θοόω
θοραῖος
θορή
Θορίκιος
View word page
θολός
mud, dirt

ShortDef

mud, dirt

Debugging

Headword:
θολός
Headword (normalized):
θολός
Headword (normalized/stripped):
θολος
IDX:
41415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41416
Key:

Data

{'content': 'mud, dirt'}