Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλύκη
ἁλυκίς
ἁλυκός
ἁλυκόσμυρνα
ἁλυκότης
ἀλυκρός
ἀλυκτάζω
ἀλυκτοπέδαι
ἀλυκτός
ἁλυκώδης
ἀλύμαντος
ἄλυξις
ἀλυπέω
ἀλύπητος
ἀλυπία
ἄλυπον
ἄλυπος
ἄλυρος
Ἅλυς
ἄλυς
ἁλυσηδόν
View word page
ἀλύμαντος
unhurt, unimpaired

ShortDef

unhurt, unimpaired

Debugging

Headword:
ἀλύμαντος
Headword (normalized):
ἀλύμαντος
Headword (normalized/stripped):
αλυμαντος
IDX:
4140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4141
Key:

Data

{'content': 'unhurt, unimpaired'}