Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θοῃρός
θοίνα
θοίναμα
θοιναρμόστρια
θοινατήρ
θοινατικός
θοινάτωρ
θοινάω
θοίνη
θοινοδοτέω
θολερός
θολερότης
θολία
θολικός
θολοειδής
θολομιγής
θόλος
θολός
θολόω
θολώδης
θόλωσις
View word page
θολερός
muddy, foul, thick, troubled
ShortDef
muddy, foul, thick, troubled
Debugging
Headword:
θολερός
Headword (normalized):
θολερός
Headword (normalized/stripped):
θολερος
IDX:
41408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41409
Key:
Data
{'content': 'muddy, foul, thick, troubled'}