Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Θόας
θόασμα
Θόη
θοῃρός
θοίνα
θοίναμα
θοιναρμόστρια
θοινατήρ
θοινατικός
θοινάτωρ
θοινάω
θοίνη
θοινοδοτέω
θολερός
θολερότης
θολία
θολικός
θολοειδής
θολομιγής
θόλος
θολός
View word page
θοινάω
to feast on, eat

ShortDef

to feast on, eat

Debugging

Headword:
θοινάω
Headword (normalized):
θοινάω
Headword (normalized/stripped):
θοιναω
IDX:
41405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41406
Key:

Data

{'content': 'to feast on, eat'}