Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγερωχία
ἀγέρωχος
Ἀγεσίλαος
Ἀγεσίλας
ἀγέστρατος
ἀγευστία
ἄγευστος
ἀγέχορος
ἀγεωμέτρητος
ἀγεωργησία
ἀγεώργητος
ἀγεωργίον
ἀγή
ἄγη
ἀγή2
ἀγηθής
ἀγηλατέω
ἀγήλατος
ἄγημα
ἀγηνορέω
ἀγηνορία
View word page
ἀγεώργητος
uncultivated
ShortDef
uncultivated
Debugging
Headword:
ἀγεώργητος
Headword (normalized):
ἀγεώργητος
Headword (normalized/stripped):
αγεωργητος
IDX:
413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-414
Key:
Data
{'content': 'uncultivated'}