Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θνησιμαῖος
θνῆσις
θνῄσκω
θνητογαμία
θνητογενής
θνητοειδής
θνητός
θνητότης
θνητόψυχος
θοάζω
θοάζω2
θοάζω3
θοάς
Θόας
θόασμα
Θόη
θοῃρός
θοίνα
θοίναμα
θοιναρμόστρια
θοινατήρ
View word page
θοάζω2
sit

ShortDef

move quickly, ply rapidly
sit
pay

Debugging

Headword:
θοάζω2
Headword (normalized):
θοάζω
Headword (normalized/stripped):
θοαζω2
IDX:
41392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41393
Key:

Data

{'content': 'sit'}