Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θνατός
θνησείδιον
θνησιμαῖος
θνῆσις
θνῄσκω
θνητογαμία
θνητογενής
θνητοειδής
θνητός
θνητότης
θνητόψυχος
θοάζω
θοάζω2
θοάζω3
θοάς
Θόας
θόασμα
Θόη
θοῃρός
θοίνα
θοίναμα
View word page
θνητόψυχος
maintaining the mortality of the soul
ShortDef
maintaining the mortality of the soul
Debugging
Headword:
θνητόψυχος
Headword (normalized):
θνητόψυχος
Headword (normalized/stripped):
θνητοψυχος
IDX:
41390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41391
Key:
Data
{'content': 'maintaining the mortality of the soul'}