Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θλιβώδης
θλιπτικός
θλῖψις
θνατός
θνησείδιον
θνησιμαῖος
θνῆσις
θνῄσκω
θνητογαμία
θνητογενής
θνητοειδής
θνητός
θνητότης
θνητόψυχος
θοάζω
θοάζω2
θοάζω3
θοάς
Θόας
θόασμα
Θόη
View word page
θνητοειδής
of mortal nature

ShortDef

of mortal nature

Debugging

Headword:
θνητοειδής
Headword (normalized):
θνητοειδής
Headword (normalized/stripped):
θνητοειδης
IDX:
41387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41388
Key:

Data

{'content': 'of mortal nature'}