Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θλαστός
θλάω
θλιβερός
θλιβή
θλίβω
θλιβώδης
θλιπτικός
θλῖψις
θνατός
θνησείδιον
θνησιμαῖος
θνῆσις
θνῄσκω
θνητογαμία
θνητογενής
θνητοειδής
θνητός
θνητότης
θνητόψυχος
θοάζω
θοάζω2
View word page
θνησιμαῖος
(neut. subst.) carcass

ShortDef

(neut. subst.) carcass

Debugging

Headword:
θνησιμαῖος
Headword (normalized):
θνησιμαῖος
Headword (normalized/stripped):
θνησιμαιος
IDX:
41382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41383
Key:

Data

{'content': '(neut. subst.) carcass'}