Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θλάσις
θλάσμα
θλάσπις
θλαστικός
θλαστός
θλάω
θλιβερός
θλιβή
θλίβω
θλιβώδης
θλιπτικός
θλῖψις
θνατός
θνησείδιον
θνησιμαῖος
θνῆσις
θνῄσκω
θνητογαμία
θνητογενής
θνητοειδής
θνητός
View word page
θλιπτικός
due to pressure

ShortDef

due to pressure

Debugging

Headword:
θλιπτικός
Headword (normalized):
θλιπτικός
Headword (normalized/stripped):
θλιπτικος
IDX:
41378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41379
Key:

Data

{'content': 'due to pressure'}