Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θλαδίας
θλαδιάω
θλάσις
θλάσμα
θλάσπις
θλαστικός
θλαστός
θλάω
θλιβερός
θλιβή
θλίβω
θλιβώδης
θλιπτικός
θλῖψις
θνατός
θνησείδιον
θνησιμαῖος
θνῆσις
θνῄσκω
θνητογαμία
θνητογενής
View word page
θλίβω
to press, squeeze, pinch

ShortDef

to press, squeeze, pinch

Debugging

Headword:
θλίβω
Headword (normalized):
θλίβω
Headword (normalized/stripped):
θλιβω
IDX:
41376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41377
Key:

Data

{'content': 'to press, squeeze, pinch'}