Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Θίσβη
θλαδίας
θλαδιάω
θλάσις
θλάσμα
θλάσπις
θλαστικός
θλαστός
θλάω
θλιβερός
θλιβή
θλίβω
θλιβώδης
θλιπτικός
θλῖψις
θνατός
θνησείδιον
θνησιμαῖος
θνῆσις
θνῄσκω
θνητογαμία
View word page
θλιβή
a rubbing

ShortDef

a rubbing

Debugging

Headword:
θλιβή
Headword (normalized):
θλιβή
Headword (normalized/stripped):
θλιβη
IDX:
41375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41376
Key:

Data

{'content': 'a rubbing'}