Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θίξις
θίς
Θίσβη
θλαδίας
θλαδιάω
θλάσις
θλάσμα
θλάσπις
θλαστικός
θλαστός
θλάω
θλιβερός
θλιβή
θλίβω
θλιβώδης
θλιπτικός
θλῖψις
θνατός
θνησείδιον
θνησιμαῖος
θνῆσις
View word page
θλάω
to crush, bruise
ShortDef
to crush, bruise
Debugging
Headword:
θλάω
Headword (normalized):
θλάω
Headword (normalized/stripped):
θλαω
IDX:
41373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41374
Key:
Data
{'content': 'to crush, bruise'}