Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θῖνος
θινώδης
θίξις
θίς
Θίσβη
θλαδίας
θλαδιάω
θλάσις
θλάσμα
θλάσπις
θλαστικός
θλαστός
θλάω
θλιβερός
θλιβή
θλίβω
θλιβώδης
θλιπτικός
θλῖψις
θνατός
θνησείδιον
View word page
θλαστικός
able to crush, crushing

ShortDef

able to crush, crushing

Debugging

Headword:
θλαστικός
Headword (normalized):
θλαστικός
Headword (normalized/stripped):
θλαστικος
IDX:
41371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41372
Key:

Data

{'content': 'able to crush, crushing'}