Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θιγγάνω
θίγημα
θῖνος
θινώδης
θίξις
θίς
Θίσβη
θλαδίας
θλαδιάω
θλάσις
θλάσμα
θλάσπις
θλαστικός
θλαστός
θλάω
θλιβερός
θλιβή
θλίβω
θλιβώδης
θλιπτικός
θλῖψις
View word page
θλάσμα
bruise
ShortDef
bruise
Debugging
Headword:
θλάσμα
Headword (normalized):
θλάσμα
Headword (normalized/stripped):
θλασμα
IDX:
41369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41370
Key:
Data
{'content': 'bruise'}