Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θιγάνα
θιγγάνω
θίγημα
θῖνος
θινώδης
θίξις
θίς
Θίσβη
θλαδίας
θλαδιάω
θλάσις
θλάσμα
θλάσπις
θλαστικός
θλαστός
θλάω
θλιβερός
θλιβή
θλίβω
θλιβώδης
θλιπτικός
View word page
θλάσις
crushing, bruising
ShortDef
crushing, bruising
Debugging
Headword:
θλάσις
Headword (normalized):
θλάσις
Headword (normalized/stripped):
θλασις
IDX:
41368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41369
Key:
Data
{'content': 'crushing, bruising'}