Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θιασωτικός
θῖβις
θιβρός
Θίβρων
θιγάνα
θιγγάνω
θίγημα
θῖνος
θινώδης
θίξις
θίς
Θίσβη
θλαδίας
θλαδιάω
θλάσις
θλάσμα
θλάσπις
θλαστικός
θλαστός
θλάω
θλιβερός
View word page
θίς
a heap, sandbank, beach, shore
ShortDef
a heap, sandbank, beach, shore
Debugging
Headword:
θίς
Headword (normalized):
θίς
Headword (normalized/stripped):
θις
IDX:
41364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41365
Key:
Data
{'content': 'a heap, sandbank, beach, shore'}