Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θιασώτης
θιασωτικός
θῖβις
θιβρός
Θίβρων
θιγάνα
θιγγάνω
θίγημα
θῖνος
θινώδης
θίξις
θίς
Θίσβη
θλαδίας
θλαδιάω
θλάσις
θλάσμα
θλάσπις
θλαστικός
θλαστός
θλάω
View word page
θίξις
touching

ShortDef

touching

Debugging

Headword:
θίξις
Headword (normalized):
θίξις
Headword (normalized/stripped):
θιξις
IDX:
41363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41364
Key:

Data

{'content': 'touching'}