Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἄλτις
ἀλτρός
Ἀλυάττης
Ἀλύβη
ἁλυκεία
ἀλύκη
ἁλυκίς
ἁλυκός
ἁλυκόσμυρνα
ἁλυκότης
ἀλυκρός
ἀλυκτάζω
ἀλυκτοπέδαι
ἀλυκτός
ἁλυκώδης
ἀλύμαντος
ἄλυξις
ἀλυπέω
ἀλύπητος
ἀλυπία
ἄλυπον
View word page
ἀλυκρός
lukewarm (cp LSJ Supp)

ShortDef

lukewarm (cp LSJ Supp)

Debugging

Headword:
ἀλυκρός
Headword (normalized):
ἀλυκρός
Headword (normalized/stripped):
αλυκρος
IDX:
4135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4136
Key:

Data

{'content': 'lukewarm (cp LSJ Supp)'}