Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θητικός
θητώνιον
Θήχης
θιασαρχέω
θιασάρχης
θιασεία
θιασεύω
θιασιτικός
θίασος
θιασώδης
θιασώτης
θιασωτικός
θῖβις
θιβρός
Θίβρων
θιγάνα
θιγγάνω
θίγημα
θῖνος
θινώδης
θίξις
View word page
θιασώτης
the member of a θίασος

ShortDef

the member of a θίασος

Debugging

Headword:
θιασώτης
Headword (normalized):
θιασώτης
Headword (normalized/stripped):
θιασωτης
IDX:
41353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41354
Key:

Data

{'content': 'the member of a θίασος'}